100 μέρες μόνη στη Σίφνο χάρη στο kickstarter

Πώς η Δάφνη έκανε το όνειρό της πραγματικότητα, επειδή μια μέρα έβαλε τα κλάματα στη δουλειά.
100 μέρες μόνη στη Σίφνο χάρη στο kickstarter



Πάντα μου αρέσει να χαζεύω τα project του kickstarter τα βράδια. Είναι ένας χώρος γεμάτος όνειρα, ελπίδες και γενναιόδωρους ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν έναν άγνωστο να κάνει το όραμά του πραγματικότητα. Σε περίπτωση που δεν ξέρεις τι είναι, να σου πω ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη πλατφόρμα crowdfunding στον κόσμο, στην οποία ο καθένας μπορεί να καταθέσει το project του και οποιοσδήποτε να το χρηματοδοτήσει. Τυχαία, λοιπόν, εμφανίστηκε στην οθόνη μου η Δάφνη, ένα κορίτσι, που λατρεύει το γράψιμο, που παράτησε τη δουλειά της στο Λονδίνο μια μέρα που έβαλε τα κλάματα και με τη βοήθεια 93 ανθρώπων βρέθηκε στη Σίφνο προκειμένου να υλοποιήσει το project «100 μέρες μοναξιά». Αυτή τη στιγμή, κοντεύει να κλείσει 40 μέρες στο νησί και από την αρχή του project έχει συγκεντρώσει 2.887 δολάρια για να μπορέσει να καλύψει τα έξοδά της, αν και υπάρχει δυνατότητα χρηματοδότησης μέχρι το πρωί της Τετάρτης, στις 15 Οκτωβρίου. Της ζητήσαμε να μας πει την ιστορία της και ιδού:

100 μέρες μοναξιά

Η ζωή μου είναι πολύ περίεργη αυτή τη στιγμή. Εδώ και 32 μέρες ζω μόνη μου στη Σίφνο, σ’ ένα σπίτι χτισμένο για το καλοκαίρι, στην άκρη ενός χωριού που έχει σχεδόν πια ερημώσει. Δεν βλέπω κανέναν, κάνω παρέα μόνο με γάτες και φοράω κάθε μέρα τα ίδια ρούχα (με μικρές παραλλαγές) γιατί δεν με βλέπει κι εμένα κανείς. Και θα συνεχίσω να ζω έτσι για τις επόμενες 68 ημέρες: 100 ημέρες μοναξιάς. Κι όμως, δε νιώθω μοναξιά. Και κάθε μία από αυτές τις ημέρες τη μοιράζονται μαζί μου εκατοντάδες άτομα από όλο τον κόσμο. Ξέρουν τι σκέφτομαι, τι κάνω, τι τρώω και τι καιρό έχει στη Σίφνο. Μου στέλνουν μηνύματα και κάλτσες για να μην κρυώνω, μου προσφέρουν συμβουλές και υποστήριξη και τα χρήματά τους για να μπορέσω να πετύχω σε αυτό που ξεκίνησα.

Πάντα έλεγα ότι είμαι συγγραφέας. Έκανα τις αντίστοιχες σπουδές στην Αγγλία, έγραψα διηγήματα, έγραψα κι ένα τεράστιο μυθιστόρημα που δεν εκδόθηκε ποτέ αλλά, κάποια στιγμή, σταμάτησα να γράφω. Δεν είχα έμπνευση. Δεν είχα αυτοπεποίθηση. Έπρεπε να δουλεύω για να πληρώσω το νοίκι και τους λογαριασμούς. Δεν είχα χρόνο. Δεν είχα αντοχή. Είχα χιλιάδες πολύ καλές δικαιολογίες. Και μια πολύ όμορφη ζωή στο Λονδίνο: καλή δουλειά, καλούς φίλους, τον Τάμεση στα πέντε λεπτά απ’ το σπίτι μου, να τον κοιτάω και να σκέφτομαι πόσο τυχερή είμαι.

Κι όμως ένα μεσημέρι βρέθηκα να κλαίω απεγνωσμένα στη δουλειά μου. Οι συνάδελφοί μου δεν ήξεραν τι κάνουν, είχαν συνηθίσει να είμαι πάντα χαμογελαστή. «Μην ανησυχείτε,» τους είπα, «Δεν είναι τίποτα. Περνάω απλά μια κρίση ταυτότητας». Το είπα για αστείο, για να τους ησυχάσω, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα ούτε ποια είμαι ούτε τι κάνω. Όλα αυτά που είχα, η όμορφη αυτή ζωή, δεν ήταν αυτό που ήθελα. Ήταν γεμάτη από πράγματα κι όμως κάπως άδεια. Γιατί αυτό που είχα πάντα για ταυτότητα, εκείνο το δίχτυ ασφαλείας που μου επέτρεπε να κάνω ό,τι θέλω χωρίς συνέπειες ήταν πλέον απλά μια φράση κενή: «Εγώ, ξέρετε, είμαι συγγραφέας».

Δεν είσαι, όμως, αν δε γράφεις.

Άφησα τη δουλειά μου, άφησα το σπίτι μου, μοίρασα τα πράγματά μου εδώ κι εκεί και πήγα στην Αθήνα, όπου μπορούσα να ζήσω με πολύ λίγα έξοδα και να γράφω. Έκανα υπολογισμούς – τι χρήματα έχω μαζέψει, πόσο χρόνο χρειάζομαι – και έδωσα στον εαυτό μου 4 μήνες, Μάιο με Αύγουστο. Κάπως σαν επένδυση. Το Σεπτέμβριο θα επέστρεφα στο Λονδίνο, έχοντας καταλάβει πια αν είμαι ή δεν είμαι συγγραφέας, αν μπορώ, τελικά, να ζω αυτή την ταυτότητα που επικαλούμαι, να γράφω καθημερινά και να’ναι όλα τ’ άλλα που δεν προλαβαίνω. Και, από κει και πέρα, βλέποντας και κάνοντας.

Είμαι, τελικά. Μπορώ. Κι αυτό σημαίνει ότι δεν μπορώ να επιστρέψω σ’ αυτό που ήμουν πριν. Σ’ αυτά που έκανα, τα όμορφα και κενά. Κι όταν έφτασε το τέλος του Αυγούστου, αποφάσισα ότι δεν πάω πουθενά. Μέχρι να γράψω ένα βιβλίο. Να το τελειώσω και μετά να πάω όπου θέλετε. Μετά να πάω στο Λονδίνο, γνωρίζοντας ποια είμαι, με το βιβλίο μου σα φυλαχτό, και να χτίσω μια ζωή από την αρχή, που να ξεκινάει από το γράψιμο κι όλα τ’ άλλα να χωράνε γύρω του.

Αποφάσισα να μείνω εδώ, στο καλοκαιρινό μας σπίτι στη Σίφνο, ως το Δεκέμβριο. Σχεδόν 4 μήνες που τους ονόμασα «100 days of solitude», 100 ημέρες μοναξιάς, όπως το «100 years of solitude» του Gabriel Garcia Marquez. Έτσι, γιατί μου άρεσε. Κι έφτιαξα κι ένα blog, με ένα κείμενο για κάθε μία απο τις εκατό ημέρες. Είναι δύσκολο να γράφεις κάθε μέρα, να έχεις αυτή την πειθαρχία όταν δε σε ελέγχει κανείς, όταν κανείς δεν ενδιαφέρεται. Αυτή είναι η μοναξιά του συγγραφέα – είτε βρίσκεται στη Σίφνο ή στο Λονδίνο, στο κέντρο της Αθήνας ή στη Σιβηρία: η διαδικασία της συγγραφής, τότε που δεν έχεις κανέναν αναγνώστη και κανείς δεν ρωτάει πώς τα πας. Το blog, λοιπόν, ξεκίνησε σαν ένα παιχνίδι που έπαιζα με τον εαυτό του, ένα τέχνασμα, για να νιώθω υπόλογη σε κάποιον, σε ένα φανταστικό αναγνώστη που περιμένει από μένα ένα κείμενο καθημερινά.

Λίγες μέρες μετά, την 8η ημέρα, ξεκίνησα και μία εκστρατεία χρηματοδότησης (crowdfunding) στο kickstarter. Ακόμα δεν ξέρω πως το τόλμησα (η μαμά μου σχολίασε: «το ακούω λίγο αισιόδοξο...»), αλλά αποφάσισα να εφαρμόσω τη λογική «δεν έχω τίποτα να χάσω» και να το προσπαθήσω. Ό,τι είχα να χάσω το είχα χάσει ήδη: ήμουν, από δική μου επιλογή, άστεγη και άνεργη, μόνη μου σ’ ένα μικρό νησί και απροετοίμαστη για το χειμώνα (ήρθα εδώ τον Ιούλιο, με ρούχα για το καλοκαίρι), χωρίς εισόδημα και χωρίς την ηλεκτρική κουβέρτα που όλοι οι ντόπιοι μου λένε πως χρειάζομαι. Όλα τα χρήματα που είχα μαζέψει είχαν πάει στην προηγούμενη τετράμηνη «επένδυση»: έτρωγα κάθε μέρα μακαρόνια και μελιτζάνες από τον κήπο μου και προσπαθούσα να μη σκέφτομαι τι θα γίνει όταν γυρίσω στο Λονδίνο, χωρίς σπίτι, χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά. Αλλά μέσα σ’ ολα αυτά, είχε ήδη κερδίσει πολύ περισσότερα γιατί έκανα, επιτέλους, αυτό που ήθελα. Και ήμουν αποφασισμένη να τα καταφέρω. Ήμουν σίγουρη πως κάπως, κάτι θα γίνει, κι όλα θα πάνε καλά. Είναι αυτό που λένε στην Αγγλία, «the courage of your convictions». Γι’ αυτό το τόλμησα. Βρήκα ένα βράχο και πήδηξα.

Έτσι ξεκίνησε, κι εξελίχθηκε στην πιο απρόσμενη, πιο τρελή, πιο συγκινητική και πιο σημαντική εμπειρία της ζωής μου. Γιατί το blog που δεν περίμενα να ενδιαφέρει κανέναν το διαβάζουν καθημερινά εκατοντάδες άτομα, αληθινοί αναγνώστες που δε μ’ αφήνουν ούτε μια στιγμή να νιώσω μοναξιά. Και στο αισιόδοξο kickstarter μου έχουν μαζευτεί ως τώρα πάνω από 2.500 λίρες, και η εκστρατεία συνεχίζεται για λίγες μέρες ακόμα. Η γενναιοδωρία, η καλοσύνη και η υποστήριξη που μου δείχνουν καθημερινά δεκάδες άνθρωποι, φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι, έχουν καταρρίψει όλα αυτά τα αρνητικά και κυνικά που νόμιζα ότι ήξερα για το κόσμο. Μου συμβαίνουν πράγματα που δεν είχα φανταστεί ποτέ και τα παρακολουθώ σαν από μακριά, σα μαγεμένη. Πράγματα απίστευτα, που δε γίνονται, κι όμως γίνονται τελικά. Η ζωή μου είναι πολύ περίεργη, και χωρίς ηλεκτρική κουβέρτα, αλλά δεν θα την άλλαζα για όλα τα καλοριφέρ του Λονδίνου. Κι όταν τελειώσουν όλα αυτά, όταν περάσουν οι εκατό μέρες και δε με θυμάται πια κανείς – κάπως, κάτι θα γίνει, κι όλα θα πάνε καλά.

Κι όλα αυτά επειδή ένα απόγευμα έβαλα τα κλάματα στη δουλειά κι επειδή υπάρχουν στον κόσμο άνθρωποι που μπορούν να βάλουν όλα τα δικά στους στην άκρη – προβλήματα κι ανησυχίες κι ανεκπλήρωτες επιθυμίες κι όλα αυτά που δεν έκαναν και έπρεπε να έχουν κάνει, αυτά που κουβαλάμε όλοι μέσα μας – και να στηρίξουν το όνειρο κάποιου άλλου, απλά και αληθινά και χωρίς πολλά-πολλά. Να πηδάς από ένα βράχο και να σε πιάνουν.

«Κάτι σαν φιλανθρωπία,» είπε η γιαγία μου, όταν προσπάθησα να τις εξηγήσω πως λειτουργεί το kickstarter και την έννοια του crowdfunding.

Έτσι.

Δάφνη Καψάλη

Blog: http://reclusiveauthor.blogspot.gr/

Kickstarter: https://www.kickstarter.com/projects/daphnekapsali/100-days-of-solitude-and-writing (ως το πρωί της Τετάρτης 15/10)

Facebook page: https://www.facebook.com/reclusiveauthor

Επιμέλεια: Νάνσυ Φαφούτη