Τι έγινε στην πρεμιέρα της Άννας Βίσση;

Plus όλοι οι εχθροί της που ηττήθηκαν από τον χρόνο.
Τι έγινε στην πρεμιέρα της Άννας Βίσση;



Με αγάπη, Άννα!

Μ’ αυτό το τραγούδι, από το ομώνυμο τηλεοπτικό show, ξεκινάει και τελειώνει το φετινό της πρόγραμμα. Με τους στίχους προσαρμοσμένους στην περίσταση: «Σε άλλους κόσμους άσε απόψε τα τραγούδια να σε πάνε». Πράγματι, θα μας πάρει μαζί της σ’ ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο. Προς την εποχή της αθωότητας, της νεότητάς της, που ποτέ δεν έφυγε ανεπιστρεπτί. Όπου θα ανακαλύψει στο ρεπερτόριό της ό,τι φαινόταν οιονεί αποκλεισμένο από τα live της. Σαν να πήρε έναν φακό, πριν πιάσει το μικρόφωνο, και βυθίστηκε στη δισκογραφία της. Για να βρει ότι δεν είχε φωτιστεί επαρκώς και να το ξαναφωτίσει. «Τι Έχω να Χάσω», «Μαγικό Χαλί», «Κυψέλη», «Λονδίνο», «Μόνο το  Σεξ δεν Φτάνει», «Σ’ Αγαπάω Τελεία και Παύλα», «Είμαι το Σήμερα και Είσαι το Χτες» , «Οτοστόπ», «Τώρα», «Θα Μπορούσα» κ.ά. Τι κι αν κάποια θεωρούνταν ψάρια που δεν ανάπνεαν, όντας χρόνια έξω από τα νερά της; Δεν έπαψαν ποτέ να βρίσκονται στις καρδιές των θαυμαστών της. Για να είναι έτοιμα, μόλις τα ρίξει στο νερό με τη φωνή της, να αρχίσουν πάλι να σπαρταράνε δυνατά. 

Κι αν, ακόμη, ολοκληρωτικά καρβελική –μέχρι «Νάντιας» (!)–, δεν θα μείνει εκεί. Η φωνή της θα φτάσει σε all time classic επιτυχίες που ερμήνευσαν πρώτοι θρύλοι, από τον Στράτο Διονυσίου («Τα Πήρες Όλα») μέχρι την Αλίκη Βουγιουκλάκη («Σήκω Χόρεψε Συρτάκι»),

Στην περσινή πρεμιέρα είχα γράψει ότι έκανε ρουά ματ στον Χρόνο με μια κίνηση αλά Κασπάροφ. Στη φετινή αισθάνθηκα πως ήταν μοιραίο, πριν κινήσει το πρώτο πιόνι, να κερδίσει αυτήν την παρτίδα σκάκι. Αντιστρέφοντας την κατάληξη της «Έβδομης Σφραγίδας» του Μπέργκμαν. Στο ενδιάμεσο του παιχνιδιού, κι ο Χρόνος θα έμπαινε στον πειρασμό να τη ρωτήσει πόσο χρονών είναι. Έστω κι αν αυτός ήταν ο καθ’ ύλην αρμόδιος να ξέρει…. Ο λόγος είναι ότι τον νίκησε κατά κράτος. Όχι τόσο ως εικόνα, όσο ως πυρηνική ουσία. Δεν ήταν, άλλωστε, η εμφάνιση το ισχυρότερό της ατού – κι ας επένδυσαν σ’ αυτήν τα πρώτα σε κυκλοφορία περιοδικά, οι καλύτεροι φωτογράφοι, οι γνωστότεροι στυλίστες. Αν ήταν άλλωστε, με κάθε νέα ρυτίδα θα έχανε και ένα υποσύνολο από τους θαυμαστές της, οι οποίοι την ακολουθούν πιστά τόσα χρόνια. Από τις εποχές που τραγουδούσε σε μεγάλες πίστες μέχρι σήμερα, που τη βρίσκει κάποιος στο Hotel Ερμού. Έναν χώρο με προδιαγραφές μπουάτ, που έχει μετατρέψει από πέρυσι με την αρυτίδωτη φωνή της σε ροκ club για τακτικούς θαμώνες. 

Και σήμερα, όμως, είναι δύσκολο να περιγραφεί χωρίς υπερβολές η καλλίγραμμη σιλουέτα της, ο νεανικός σωματότυπος και τα εξαιρετικά λεπτά και μακριά άκρα, που θα ζήλευε και 20άρα. Ας μιλήσουν οι φωτογραφίες, που εκ των πραγμάτων αδυνατούν για την εφηβική της διάθεση. Ήμουν 100% βέβαιος ότι η πιο όμορφη 60άρα όλων των εποχών έχει αποβιώσει εδώ και 20 χρόνια. Ανακαλώ…  Κι η Αλίκη θα συμφωνούσε, αν την έβλεπε σήμερα απ’ τον ουρανό να τραγουδάει το «Συρτάκι» της από τη «Σοσιαλίστρια», ότι άλλη μια Ελληνίδα με τα ίδια αρχικά, τα δύο πρώτα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου, έμελλε να έχει αυτό το θείο χάρισμα, να αντιστέκεται ανερμήνευτα στη φθορά…

Μια μοιραία σχέση με τον Χρόνο και σε συνάρτηση και με τα εν Ελλάδι δρώμενα. Βρέθηκε στην κορυφή των γαρύφαλλων όταν αυτά σχημάτιζαν βουνά, σε νυχτερινά κέντρα που έκαναν ρεπό μόνο δύο μέρες την εβδομάδα. Τώρα που τα τελευταία λειτουργούν μετά βίας δύο μέρες (σε μια εντυπωσιακή αντιστροφή της τότε δανεικής ευημερίας), με μικροσκοπικούς πλέον βράχους γαρύφαλλων αντί βουνών, εκείνη έχει απεμπλακεί από όλο αυτό. Το προσχεδίασε; Όχι, αλλά συνέπεσε με την εξέλιξή της. Ήταν περισσότερο συμπτωματικό παρά μεθοδευμένο. Έτσι ώστε να τη σκάσει και μ’ αυτόν τον τρόπο στον πανδαμάτορα…

Εν ολίγοις, δεν είναι η διάρκεια το μόνο της επίτευγμα. Αλλά και η απαράμιλλη δυνατότητά της να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των καιρών και των χώρων που τη φιλοξενούν. Έτσι που στο Hotel Ερμού να ξαναγυρίσει στον εφηβικό της έρωτα, τη Μουσική. Τελείως ανόθευτο από τον νεοπλουτισμό. Απροσδιόριστα πλούσιο σε ρομαντισμό. Σαν γάργαρο νερό από καθαρή πηγή, χωρίς κόκκο χώματος…

Στο τέλος, στο καμαρίνι της, θα δεχτεί όλους εκείνους που τη λάτρευαν χρόνια, από την εποχή των μπουζουκιών. Τότε που ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον να κάνει το ίδιο, αφού σε λιγότερο από 24 ώρες οι ρυθμοί της τότε νυχτερινής Αθήνας τής ζητούσαν να ξαναβρεθεί στην πίστα.

Αν ο ελλαδικός φανατισμός μπορεί να προσδιοριστεί, ο κυπριακός είναι εύλογο να είναι διπλάσιος. Πόσος ήταν ο πληθυσμός της Μεγαλονήσου στις 20 Δεκεμβρίου του… (ας αφήσουμε την ακριβή χρονιά στη σφαίρα του μύθου) που είδε πρώτη φορά το φως του ήλιου αυτό το αδάμαστο πλάσμα; Είναι μία στις τόσες οι πιθανότητες να ξαναγεννηθεί, σαν αυτές που αντιστοιχούν στην κλήρωση του Τζόκερ….

Κι αν εκείνη δεν θα το ήθελε, εγώ  οφείλω καταληκτικά να αναφέρω και τους  εχθρούς της, που –σε αντίθεση με εκείνη– ηττήθηκαν από τον Χρόνο. Γιατί η ήττα τους είναι εξίσου αξιομνημόνευτη…

– Σκανθαλοθηρικά περιοδικά που, προκειμένου να αυξήσουν την κυκλοφορία τους, δεν δίστασαν να της ρίξουν αμέτρητη λάσπη στα ‘90s (η οποία –όπως συμβαίνει πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις– εξαφανίστηκε με τον χρόνο, όπως ακριβώς κι εκείνα από τα περίπτερα…)

– Ημιθανείς διαπλεκόμενοι εκδοτικοί όμιλοι που τη χτυπούσαν ανελέητα την εποχή που θαλασσοδάνεια τούς κρατούσαν στη ζωή.

– Γιαουρτωμένοι συνάδελφοί της που εξακολουθούν, τελείως αναίτια – χωρίς ούτε καν να ερωτηθούν, να της επιτίθενται στις συνεντεύξεις τους (και όχι στους ρίψαντες τα γιαούρτια…)

– Κακέκτυπά της που προβλεπόταν ότι θα τη διαδεχθούν στο ελληνικό πεντάγραμμο. (Σε προβλέψεις που ματαιώθηκαν παταγωδώς, με μαγαζιά που κλείνουν κακήν-κακώς με το πρόσχημα τεχνικών προβλημάτων, όπως και ανεπίσημα fan club ελλείψει επίσημου…)

– Σεναριογράφοι που έσταζαν χολή με την πένα τους, παρωδώντας τη στις τηλεοπτικές τους σειρές. (Και σήμερα είναι στα αζήτητα, αφήνοντας ανολοκλήρωτες τις τελευταίες αποτυχημένες δημιουργίες τους στη μικρή οθόνη…)

– Κατά φαντασία πνευματικοί τύποι που τη σνόμπαραν ως παράγοντα υποκουλτούρας και σύμβολο του lifestyle…

Η Άννα Βίσση είναι το πρόσωπο-σύμβολο που λάτρεψαν να “σταυρώνουν”, αψηφώντας τον κίνδυνο ο σταυρός να πέσει πάνω τους και να τους πλακώσει. Ανεξάρτητα από τις αναπόφευκτες (καλλιτεχνικές ή εμπορικές) αποτυχίες μιας καριέρας σχεδόν μισού αιώνα, στην οποία η συνεχής αλλαγή ήταν όρος απαράβατος…

Εν μέρει, τους καταλαβαίνουμε. Η βαλλόμενη φαινόταν σαν να έκλεψε την καρδιά του καρπουζιού. Φαινόταν. Γιατί την κέρδισε δικαιωματικά. Αξιοποιώντας το ταλέντο και τα φυσικά της χαρίσματα, με σκληρή δουλειά και αυτοπειθαρχία. Κλείνοντας, παράλληλα, τα αυτιά της στις σειρήνες που της ζητούσαν να εγκαταλείψει τον βασικό ζωοδότη του ρεπερτορίου της, για να στραφεί σε άλλον…

Έτσι, νίκησε τους «Δαίμονες» της δύο φορές. Δεν επέτρεψε στις «Καμπάνες» να ηχήσουν πένθιμα παρά μόνο εκκωφαντικά. Κι ακολούθησε απερίσπαστη τη «Μουσική του Ανέμου» του… 
 
Προβλέπω πως στον επόμενο αιώνα θα αναπτυχθούν 12 μύθοι για την κορυφαία ερμηνεύτρια του μεταιχμίου 20ου και 21ου. Σε μια μοιραία σύμπτωση με το τραγούδι-θρύλο. Ίσως, όμως, δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα να γραφούν…

Κείμενο: Στέλιος Κοντέας

Φωτογραφίες: Μάρκος Μυγιάκης